- δερματογόνος
- -ο1. όποιος παράγει δέρμα («δερματογόνος ιστός»)2. το ουδ. ως ουσ. δερματογόνο, τοτο εξωτερικό επίστρωμα τών κυττάρων τού αρχεφύτρου από τα οποία παράγεται ο δερμικός ιστός τών φυτών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek